ἠλαττωμένως

ἠλαττωμένως
ἐλασσόω
make less
perf part mp masc acc pl (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηλαττωμένως — ἠλαττωμένως (Α) επίρρ. με ελάττωση, με περιορισμό, με μειωτικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηλαττωμένος τού ρ. ελαττούμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”